- αζήμιος
- -α, -ο (Α ἀζήμιος, -ον) [ζημία]1. αυτός που δεν προξενεί ζημιά ή βλάβη, ο άβλαβος2. αυτός που δεν έχει υποστεί ζημιά ή βλάβη, ο αβλαβήςαρχ.1. ο απαλλαγμένος από χρηματικό πρόστιμο, αυτός που δεν τιμωρήθηκε στο δικαστήριο με πρόστιμο2. που δεν έχει τιμωρηθεί ή δεν είναι άξιος τιμωρίας, ο ατιμώρητος.
Dictionary of Greek. 2013.